Anonymous

ἐμβολή: Difference between revisions

From LSJ
1,196 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐμβολή]])<br /><b>1.</b> [[εισαγωγή]], [[τοποθέτηση]] ενός πράγματος [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το να κτυπηθεί εχθρικό [[πλοίο]] με το [[έμβολο]] ή με την [[πλώρη]] πλοίου που έχει αναπτύξει [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]]<br /><b>3.</b> [[αυλάκι]], [[τάφρος]] για τη [[διοχέτευση]] νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[σύγκρουση]] πλοίων από [[κακό]] χειρισμό<br /><b>2.</b> η [[μεταφορά]] φυσαλλίδων, σωματιδίων του οργανισμού ή ξένων και η ενσφήνωσή τους [[μέσα]] στον αυλό κάποιου αγγείου (στην [[καρδιά]], στον εγκέφαλο, στα νεφρά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επίθεση]] [[εναντίον]] εχθρικού πλοίου η οποία συνδυάζεται με [[εισπήδηση]] οπλισμένου αγήματος για να καταλάβει το εχθρικό [[πλοίο]], [[ρεσάλτο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] εξαρθρωμένου μέλους στη [[θέση]] του<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο γίνεται η [[ανάταξη]] εξαρθρωμένου μέλους<br /><b>3.</b> [[εισβολή]], [[επιδρομή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>4.</b> [[φόρτωση]] πλοίου<br /><b>5.</b> [[χτύπημα]], [[κρούση]] με πολιορκητικό κριό<br /><b>6.</b> [[πολιορκητικός]] [[κριός]]<br /><b>7.</b> [[δίοδος]], στενό [[πέρασμα]]<br /><b>8.</b> [[εκβολή]], [[στόμιο]] ποταμού.
|mltxt=η (AM [[ἐμβολή]])<br /><b>1.</b> [[εισαγωγή]], [[τοποθέτηση]] ενός πράγματος [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το να κτυπηθεί εχθρικό [[πλοίο]] με το [[έμβολο]] ή με την [[πλώρη]] πλοίου που έχει αναπτύξει [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]]<br /><b>3.</b> [[αυλάκι]], [[τάφρος]] για τη [[διοχέτευση]] νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[σύγκρουση]] πλοίων από [[κακό]] χειρισμό<br /><b>2.</b> η [[μεταφορά]] φυσαλλίδων, σωματιδίων του οργανισμού ή ξένων και η ενσφήνωσή τους [[μέσα]] στον αυλό κάποιου αγγείου (στην [[καρδιά]], στον εγκέφαλο, στα νεφρά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επίθεση]] [[εναντίον]] εχθρικού πλοίου η οποία συνδυάζεται με [[εισπήδηση]] οπλισμένου αγήματος για να καταλάβει το εχθρικό [[πλοίο]], [[ρεσάλτο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] εξαρθρωμένου μέλους στη [[θέση]] του<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο γίνεται η [[ανάταξη]] εξαρθρωμένου μέλους<br /><b>3.</b> [[εισβολή]], [[επιδρομή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>4.</b> [[φόρτωση]] πλοίου<br /><b>5.</b> [[χτύπημα]], [[κρούση]] με πολιορκητικό κριό<br /><b>6.</b> [[πολιορκητικός]] [[κριός]]<br /><b>7.</b> [[δίοδος]], στενό [[πέρασμα]]<br /><b>8.</b> [[εκβολή]], [[στόμιο]] ποταμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβολή:''' ἡ ([[ἐμβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθέτηση]] κάποιου πράγματος στο χώρο που του ανήκει, [[ένθεση]] γράμματος ή ψηφίου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] στη [[χώρα]] των εχθρών, [[επιδρομή]], [[λεηλασία]], [[διαρπαγή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[επέλαση]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] [[επίθεση]] ([[εμβολισμός]]), [[σύγκρουση]] πλοίου [[επάνω]] σε [[άλλο]], σε Αισχύλ., Θουκ.· <i>ἐμβολαῖς χαλκόστομοις</i>, με τραντάγματα χάλκινων αιχμών, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[χτύπημα]] βολής, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[πέρασμα]], [[είσοδος]], [[διάβαση]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> η [[κεφαλή]], η [[δοκός]] του πολιορκητικού κριού, σε Θουκ.
}}
}}