Anonymous

ἐμβολή: Difference between revisions

From LSJ
1,723 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβολή:''' ἡ ([[ἐμβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθέτηση]] κάποιου πράγματος στο χώρο που του ανήκει, [[ένθεση]] γράμματος ή ψηφίου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] στη [[χώρα]] των εχθρών, [[επιδρομή]], [[λεηλασία]], [[διαρπαγή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[επέλαση]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] [[επίθεση]] ([[εμβολισμός]]), [[σύγκρουση]] πλοίου [[επάνω]] σε [[άλλο]], σε Αισχύλ., Θουκ.· <i>ἐμβολαῖς χαλκόστομοις</i>, με τραντάγματα χάλκινων αιχμών, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[χτύπημα]] βολής, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[πέρασμα]], [[είσοδος]], [[διάβαση]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> η [[κεφαλή]], η [[δοκός]] του πολιορκητικού κριού, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐμβολή:''' ἡ ([[ἐμβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθέτηση]] κάποιου πράγματος στο χώρο που του ανήκει, [[ένθεση]] γράμματος ή ψηφίου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] στη [[χώρα]] των εχθρών, [[επιδρομή]], [[λεηλασία]], [[διαρπαγή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[έφοδος]], [[επίθεση]], [[επέλαση]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] [[επίθεση]] ([[εμβολισμός]]), [[σύγκρουση]] πλοίου [[επάνω]] σε [[άλλο]], σε Αισχύλ., Θουκ.· <i>ἐμβολαῖς χαλκόστομοις</i>, με τραντάγματα χάλκινων αιχμών, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[χτύπημα]] βολής, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[πέρασμα]], [[είσοδος]], [[διάβαση]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> η [[κεφαλή]], η [[δοκός]] του πολιορκητικού κριού, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> вставка (τὴν ἐμβολὴν ποιήσασθαι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> вторжение, нападение, набег (τὴν εἴς τινα ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Xen.; Θηβαίων Arst.; εἰς ἐμβολὴν ἐπιστρέφειν Plut.): [[ταῦρος]] ὣς ἐς ἐμβολήν Eur. словно готовый броситься бык;<br /><b class="num">3)</b> напор (αἱ τῶν κυμάτων ἐμβολαί Plut.);<br /><b class="num">4)</b> мор. удар носовой частью, морской таран (στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς Aesch.; ἐ. τῶν [[νεῶν]] Thuc.): ἐμβολὰς [[δοῦναι]] Polyb. применить морской таран;<br /><b class="num">5)</b> пробоина от морского тарана (ἐμβολὰς ἔχουσα [[τριήρης]] Xen.);<br /><b class="num">6)</b> удар (φυλάσσεσθαι [[ἐμβολάς]] Eur. - ср. 8, λίθων καὶ [[δοκῶν]] ἐμβολαί Polyb.): ἐν ἐμβολαῖς ὑσσῶν [[γενέσθαι]] Plut. оказаться под обстрелом метательных копий;<br /><b class="num">7)</b> голова стенобитной машины, таран (τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> вход, проход (τὴν πρὸς Θεσπιῶν ἐμβολὴν φυλάττειν Xen. - ср. 6, τῆς Λακωνικῆς Plut.);<br /><b class="num">9)</b> место впадения; устье (τοῦ ποταμοῦ Her., Plut.).
}}
}}