3,277,636
edits
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάϊος]], -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].———————— <b>(II)</b><br />[[δάϊος]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]], [[γνώστης]] («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάιος]] συνδέεται με το <i>δαήναι</i>, απαρμφ. του αορ. <i>εδάην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδάσκω]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάϊος]], -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].———————— <b>(II)</b><br />[[δάϊος]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]], [[γνώστης]] («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάιος]] συνδέεται με το <i>δαήναι</i>, απαρμφ. του αορ. <i>εδάην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδάσκω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δάϊος:''' [ᾱ], συνηρ. δᾷος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Επικ. [[δήϊος]], συνηρ. δῇος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εχθρικός]], [[καταστροφικός]], [[τρομακτικός]], προσωνύμιο του [[πυρός]], αυτός που κατακαίει, που «καταναλώνει», που αφανίζει, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>δάϊοι</i>, <i>δᾷοι</i>, εχθροί, σε Αισχύλ., Σοφ.· στον ενικ., [[εχθρός]], [[πολέμιος]], σε Αριστοφ.· από όπου ως επίθ., [[εχθρικός]], [[πολεμικός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θλιμμένος]], δυστυχισμένος, [[αξιοθρήνητος]], [[άθλιος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> [[γνώστης]], [[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[δεξιοτέχνης]], σε Ανθ. (με τη δεύτερη [[σημασία]] από το <i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]· με την πρώτη [[σημασία]] πιθ. από το <i>δαΐς</i>, [[μάχη]]). | |||
}} | }} |