Anonymous

δάϊος: Difference between revisions

From LSJ
646 bytes added ,  31 December 2018
nl
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάϊος:''' [ᾱ], συνηρ. δᾷος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Επικ. [[δήϊος]], συνηρ. δῇος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εχθρικός]], [[καταστροφικός]], [[τρομακτικός]], προσωνύμιο του [[πυρός]], αυτός που κατακαίει, που «καταναλώνει», που αφανίζει, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>δάϊοι</i>, <i>δᾷοι</i>, εχθροί, σε Αισχύλ., Σοφ.· στον ενικ., [[εχθρός]], [[πολέμιος]], σε Αριστοφ.· από όπου ως επίθ., [[εχθρικός]], [[πολεμικός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θλιμμένος]], δυστυχισμένος, [[αξιοθρήνητος]], [[άθλιος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> [[γνώστης]], [[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[δεξιοτέχνης]], σε Ανθ. (με τη δεύτερη [[σημασία]] από το <i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]· με την πρώτη [[σημασία]] πιθ. από το <i>δαΐς</i>, [[μάχη]]).
|lsmtext='''δάϊος:''' [ᾱ], συνηρ. δᾷος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Επικ. [[δήϊος]], συνηρ. δῇος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εχθρικός]], [[καταστροφικός]], [[τρομακτικός]], προσωνύμιο του [[πυρός]], αυτός που κατακαίει, που «καταναλώνει», που αφανίζει, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>δάϊοι</i>, <i>δᾷοι</i>, εχθροί, σε Αισχύλ., Σοφ.· στον ενικ., [[εχθρός]], [[πολέμιος]], σε Αριστοφ.· από όπου ως επίθ., [[εχθρικός]], [[πολεμικός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θλιμμένος]], δυστυχισμένος, [[αξιοθρήνητος]], [[άθλιος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> [[γνώστης]], [[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[δεξιοτέχνης]], σε Ανθ. (με τη δεύτερη [[σημασία]] από το <i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]· με την πρώτη [[σημασία]] πιθ. από το <i>δαΐς</i>, [[μάχη]]).
}}
{{elnl
|elnltext=δάϊος en δᾷος -α -ον, f. ook -ος, ep. δήιος [δαίω] ep. δηι - vóór lange lettergreep in uitgangen -οιο, -ων, -οις en -ους wordt gelezen als één lettergreep van zaken, eigenl. van vuur (ver)brandend; alg. vernietigend, verderfelijk. van personen vernietigend, vijandig; subst. plur. οἱ δήιοι de vijanden; in positieve zin strijdlustig, vurig:. πᾶς... ἀνὴρ ἠράσθη δάϊος εἶναι iedere man verlangde ernaar een vurige strijder te zijn Aristoph. Ran. 1022. ongelukkig, ellendig:. ὦ δαΐα Τέκμησσα o ongelukkige Tekmessa Soph. Ai. 784.
}}
}}