Anonymous

ἄωρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄωρος]], -ον (Α) [[ώρα]]<br /><b>1.</b> [[ανώριμος]], [[άγουρος]]<br /><b>2.</b> [[άκαιρος]], [[παράκαιρος]]<br /><b>3.</b> [[δύσμορφος]], [[αποκρουστικός]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> (για πόδια ζώου) [[μπροστινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Χρησιμοποιήθηκε στην [[Οδύσσεια]] ως [[επίθετο]] του <i>πόδες</i> για τη [[Σκύλλα]], που παρουσιάζεται ως [[τέρας]] με [[πολλά]] πόδια. Στα σχόλια συνδέεται η λ. με το [[αιωρώ]] και ερμηνεύεται <i>άωροι</i><br />«κρεμαστοί», ενώ [[κατά]] τον Αρίσταρχο <i>άωροι</i><br />«άκωλοι» ([[κωλή]] «[[μηρός]], [[μπούτι]]»). Κατ' άλλους <i>άωροι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>ιων.</b> <i>ὤρη</i> ή <i>ὥρη</i> «[[μέρος]] από το ζώο που πρόκειται να θυσιαστεί», και συγκεκριμένα «[[γάμπα]]», σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[κωλή]] «[[μηρός]]». Τέλος στον Φιλήμονα τον κωμικό η λ. απαντά ως επίθ. του <i>πόδες</i> για τα μπροστινά πόδια, [[χρήση]] [[υστερογενής]] και κωμική].———————— <b>(III)</b><br />[[ἄωρος]], ο (Α)<br />ο ύπνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν τα [[άωρος]] και <i>ώρος</i> «ύπνος» θεωρηθούν παράλληλοι τύποι, [[τότε]] προέρχονται πιθ. από εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>∂</i>)<i>w</i><i>ō</i><i>ro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και (<i>∂</i>)-<i>w</i><i>ō</i><i>r</i><i>ā</i> &GT; αρχ. ισλ. <i>όrαr</i> «[[σύγχυση]]») της ρίζας <i>∂</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>er</i>- παράλληλα [[προς]] τη [[ρίζα]] <i>∂</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>es</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>άεσα</i> του [[αέσκω]]), [[οπότε]] το <i>α</i>- του τ. [[άωρος]] θα [[είναι]] προθεματικό. Εξάλλου ίσως υπάρχει κάποια [[σχέση]] της λ. με το ρ. [[αωτώ]] «[[κοιμάμαι]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄωρος]], -ον (Α) [[ώρα]]<br /><b>1.</b> [[ανώριμος]], [[άγουρος]]<br /><b>2.</b> [[άκαιρος]], [[παράκαιρος]]<br /><b>3.</b> [[δύσμορφος]], [[αποκρουστικός]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετέωρος]]<br /><b>2.</b> (για πόδια ζώου) [[μπροστινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Χρησιμοποιήθηκε στην [[Οδύσσεια]] ως [[επίθετο]] του <i>πόδες</i> για τη [[Σκύλλα]], που παρουσιάζεται ως [[τέρας]] με [[πολλά]] πόδια. Στα σχόλια συνδέεται η λ. με το [[αιωρώ]] και ερμηνεύεται <i>άωροι</i><br />«κρεμαστοί», ενώ [[κατά]] τον Αρίσταρχο <i>άωροι</i><br />«άκωλοι» ([[κωλή]] «[[μηρός]], [[μπούτι]]»). Κατ' άλλους <i>άωροι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>ιων.</b> <i>ὤρη</i> ή <i>ὥρη</i> «[[μέρος]] από το ζώο που πρόκειται να θυσιαστεί», και συγκεκριμένα «[[γάμπα]]», σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[κωλή]] «[[μηρός]]». Τέλος στον Φιλήμονα τον κωμικό η λ. απαντά ως επίθ. του <i>πόδες</i> για τα μπροστινά πόδια, [[χρήση]] [[υστερογενής]] και κωμική].———————— <b>(III)</b><br />[[ἄωρος]], ο (Α)<br />ο ύπνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν τα [[άωρος]] και <i>ώρος</i> «ύπνος» θεωρηθούν παράλληλοι τύποι, [[τότε]] προέρχονται πιθ. από εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>∂</i>)<i>w</i><i>ō</i><i>ro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και (<i>∂</i>)-<i>w</i><i>ō</i><i>r</i><i>ā</i> &GT; αρχ. ισλ. <i>όrαr</i> «[[σύγχυση]]») της ρίζας <i>∂</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>er</i>- παράλληλα [[προς]] τη [[ρίζα]] <i>∂</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>es</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>άεσα</i> του [[αέσκω]]), [[οπότε]] το <i>α</i>- του τ. [[άωρος]] θα [[είναι]] προθεματικό. Εξάλλου ίσως υπάρχει κάποια [[σχέση]] της λ. με το ρ. [[αωτώ]] «[[κοιμάμαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄωρος:''' (Α), -ον ([[ὥρα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], Λατ. [[intempestivus]], σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., [[γήρως]] ἀωρότερα, πράγματα που δεν αρμόζουν στη γεροντική [[ηλικία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[άγουρος]], [[ἄωρος]] πρὸς γάμον, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει τη νεανική [[φρεσκάδα]], [[άσχημος]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">• [[ἄωρος]]:</b> (Β), -ον ([[ἀείρω]], πρβλ. μετ-έωρος)· [[μετέωρος]], αυτός που κυματίζει, λέγεται για <i>πλεκτάναις</i> ή τα πόδια που μοιάζουν με αυτά του χταποδιού, όπως αυτά της Σκύλλας, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}