Anonymous

ἄωρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄωρος:''' (Α), -ον ([[ὥρα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], Λατ. [[intempestivus]], σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., [[γήρως]] ἀωρότερα, πράγματα που δεν αρμόζουν στη γεροντική [[ηλικία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[άγουρος]], [[ἄωρος]] πρὸς γάμον, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει τη νεανική [[φρεσκάδα]], [[άσχημος]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">• [[ἄωρος]]:</b> (Β), -ον ([[ἀείρω]], πρβλ. μετ-έωρος)· [[μετέωρος]], αυτός που κυματίζει, λέγεται για <i>πλεκτάναις</i> ή τα πόδια που μοιάζουν με αυτά του χταποδιού, όπως αυτά της Σκύλλας, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἄωρος:''' (Α), -ον ([[ὥρα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], Λατ. [[intempestivus]], σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., [[γήρως]] ἀωρότερα, πράγματα που δεν αρμόζουν στη γεροντική [[ηλικία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[άγουρος]], [[ἄωρος]] πρὸς γάμον, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει τη νεανική [[φρεσκάδα]], [[άσχημος]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">• [[ἄωρος]]:</b> (Β), -ον ([[ἀείρω]], πρβλ. μετ-έωρος)· [[μετέωρος]], αυτός που κυματίζει, λέγεται για <i>πλεκτάναις</i> ή τα πόδια που μοιάζουν με αυτά του χταποδιού, όπως αυτά της Σκύλλας, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄωρος:''' <b class="num">I</b> 2 [[ὥρα]]<br /><b class="num">1)</b> несвоевременный ([[χειμών]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> преждевременный, безвременный ([[θάνατος]] Eur., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> неподходящий, неподобающий ([[αἴσχιστος]] καὶ ἀωρότατος Xen.): τοῦ [[γήρως]] ἀωρότερα πράττειν Plut. совершать поступки, не подобающие старости;<br /><b class="num">4)</b> несозревший (πρὸς γάμον Plut.);<br /><b class="num">5)</b> дряхлый ([[πατήρ]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> безобразный, по друг. [[ἀείρω]] висящий или передний (πόδες, sc. Σκύλλης Hom.).<br /><b class="num">II</b> ὁ сон [[Sappho]].
}}
}}