Anonymous

κωλυτικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλυτικός]], -ή, -όν (AM) [[κωλύω]]<br />ο [[κατάλληλος]] να εμποδίσει [[κάτι]] ή κάποιον από [[κάτι]] [[άλλο]] («τοῡ δ' ἐπιμελεῑσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον [[εἶναι]] ἀκρασίας;», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωλυτικῶς</i><br />με παρεμποδιστικό τρόπο.
|mltxt=[[κωλυτικός]], -ή, -όν (AM) [[κωλύω]]<br />ο [[κατάλληλος]] να εμποδίσει [[κάτι]] ή κάποιον από [[κάτι]] [[άλλο]] («τοῡ δ' ἐπιμελεῑσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον [[εἶναι]] ἀκρασίας;», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωλυτικῶς</i><br />με παρεμποδιστικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωλῡτικός:''' -ή, -όν, παρακωλυτικός, [[προληπτικός]], σε Ξεν.
}}
}}