Anonymous

κωλυτικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωλῡτικός:''' -ή, -όν, παρακωλυτικός, [[προληπτικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κωλῡτικός:''' -ή, -όν, παρακωλυτικός, [[προληπτικός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡτικός:''' препятствующий, мешающий: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.
}}
}}