Anonymous

χαλκευτός: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλκεύω]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χαλκό ή από [[άλλο]] [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («[[στίλος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλκεύω]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χαλκό ή από [[άλλο]] [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («[[στίλος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από [[μέταλλο]], κατεργασμένος, σε Ανθ.
}}
}}