Anonymous

προσδανείζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[δανείζω]] κάποιον επί [[πλέον]] («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.).
|mltxt=ΜΑ<br />[[δανείζω]] κάποιον επί [[πλέον]] («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] [[επιπλέον]] — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι [[επιπλέον]], σε Ξεν.
}}
}}