Anonymous

προσδανείζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] [[επιπλέον]] — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι [[επιπλέον]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προσδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] [[επιπλέον]] — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι [[επιπλέον]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδᾰνείζω:''' давать сверх того взаймы, ссужать, med. брать еще взаймы, занимать Xen.: προσδεδανεῖσθαί τινι [[ἄλλοθεν]] Lys. занять для кого-л. у других.
}}
}}