Anonymous

θαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαμβαίνω]] (Α) [[θάμβος]]<br />[[είμαι]] [[έκπληκτος]], [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] («θάμβαινε σταθείς», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[θαμβαίνω]] (Α) [[θάμβος]]<br />[[είμαι]] [[έκπληκτος]], [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] («θάμβαινε σταθείς», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαμβαίνω:''' = [[θαμβέω]], [[μένω]] [[έκπληκτος]], είμαι θαμπωμένος με [[κάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}