Anonymous

θαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαμβαίνω:''' = [[θαμβέω]], [[μένω]] [[έκπληκτος]], είμαι θαμπωμένος με [[κάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''θαμβαίνω:''' = [[θαμβέω]], [[μένω]] [[έκπληκτος]], είμαι θαμπωμένος με [[κάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''θαμβαίνω:''' только praes. удивляться, поражаться, с изумлением созерцать (εἶδός τε καὶ εἵματα HH).
}}
}}