Anonymous

ὑπόψαμμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]] με άμμο<br /><b>2.</b> (για [[λίμνη]] ή [[θάλασσα]]) αυτός που έχει αμμώδη [[ακτή]] ή πυθμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]] με άμμο<br /><b>2.</b> (για [[λίμνη]] ή [[θάλασσα]]) αυτός που έχει αμμώδη [[ακτή]] ή πυθμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόψαμμος:''' -ον, αυτός που από [[κάτω]] του έχει άμμο, <i>γῆ ὑποψαμμοτέρη</i>, κάπως [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
}}