Anonymous

ὑπόψαμμος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόψαμμος:''' -ον, αυτός που από [[κάτω]] του έχει άμμο, <i>γῆ ὑποψαμμοτέρη</i>, κάπως [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπόψαμμος:''' -ον, αυτός που από [[κάτω]] του έχει άμμο, <i>γῆ ὑποψαμμοτέρη</i>, κάπως [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόψαμμος:''' <b class="num">1)</b> смешанный с песком, песчаный: γῆ ὑποψαμμοτέρη Her. супесчаная почва;<br /><b class="num">2)</b> занесенный песком ([[λίμνη]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> изобилующий песчаными мелями, т. е. мелководный ([[θάλαττα]] Plut.).
}}
}}