Anonymous

ἀτελής: Difference between revisions

From LSJ
1,409 bytes added ,  30 December 2018
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀτελής]], -ές) [[τέλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί, [[ημιτελής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει πλήρη [[ανάπτυξη]], [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από φόρους, ο [[αφορολόγητος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαθήκη]]) [[άκυρος]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) που δεν έχει όλα τα δικαιώματά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πραγματοποιηθεί, ο [[ανεκτέλεστος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[άσκοπος]]<br /><b>3.</b> [[ακέραιος]], [[σώος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν τελειώνει [[ποτέ]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>5.</b> [[αόριστος]], [[ακαθόριστος]]<br /><b>6.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από εισφορές<br /><b>7.</b> (για χρηματικά ποσά) [[χωρίς]] κρατήσεις, [[ακέριος]]<br /><b>8.</b> [[ανέξοδος]], μη [[δαπανηρός]]<br /><b>9.</b> [[αμύητος]]<br /><b>10.</b> [[άγαμος]], [[μόνος]]<br /><b>11.</b> [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ἀτελῆ ποιῶ τινα» — [[ευνουχίζω]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀτελής]], -ές) [[τέλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί, [[ημιτελής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει πλήρη [[ανάπτυξη]], [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από φόρους, ο [[αφορολόγητος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαθήκη]]) [[άκυρος]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) που δεν έχει όλα τα δικαιώματά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πραγματοποιηθεί, ο [[ανεκτέλεστος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[άσκοπος]]<br /><b>3.</b> [[ακέραιος]], [[σώος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν τελειώνει [[ποτέ]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>5.</b> [[αόριστος]], [[ακαθόριστος]]<br /><b>6.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από εισφορές<br /><b>7.</b> (για χρηματικά ποσά) [[χωρίς]] κρατήσεις, [[ακέριος]]<br /><b>8.</b> [[ανέξοδος]], μη [[δαπανηρός]]<br /><b>9.</b> [[αμύητος]]<br /><b>10.</b> [[άγαμος]], [[μόνος]]<br /><b>11.</b> [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ἀτελῆ ποιῶ τινα» — [[ευνουχίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτελής:''' -ές ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν οδηγείται σ' ένα [[τέλος]] ή [[αποτέλεσμα]], ανολοκλήρωτος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· [[ατελής]], σε Σοφ., Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που δεν οδηγεί σ' ένα [[τέλος]], αυτός που δεν ολοκληρώνει, πετυχαίνει τον σκοπό του, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[τέλος]] I<b>V</b>), στην Αθήνα, απαλλαγμένος από φόρους ή εισφορές, ο [[ασύδοτος]], Λατ. [[immunis]], απόλ. ή με γεν., ἀτελὴς [[τῶν]] ἄλλων, απαλλαγμένος από όλους τους άλλους φόρους, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρηματικά ποσά, αυτός που δεν έχει [[έκπτωση]], [[καθαρός]], [[σωστός]], ὀβολὸς [[ἀτελής]], [[ένας]] [[οβολός]] καθαρό [[κέρδος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ([[τέλος]] <b>V</b>), [[αμύητος]] σε μυστήρια, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}