Anonymous

ἀτελής: Difference between revisions

From LSJ
2,066 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτελής:''' -ές ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν οδηγείται σ' ένα [[τέλος]] ή [[αποτέλεσμα]], ανολοκλήρωτος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· [[ατελής]], σε Σοφ., Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που δεν οδηγεί σ' ένα [[τέλος]], αυτός που δεν ολοκληρώνει, πετυχαίνει τον σκοπό του, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[τέλος]] I<b>V</b>), στην Αθήνα, απαλλαγμένος από φόρους ή εισφορές, ο [[ασύδοτος]], Λατ. [[immunis]], απόλ. ή με γεν., ἀτελὴς [[τῶν]] ἄλλων, απαλλαγμένος από όλους τους άλλους φόρους, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρηματικά ποσά, αυτός που δεν έχει [[έκπτωση]], [[καθαρός]], [[σωστός]], ὀβολὸς [[ἀτελής]], [[ένας]] [[οβολός]] καθαρό [[κέρδος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ([[τέλος]] <b>V</b>), [[αμύητος]] σε μυστήρια, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἀτελής:''' -ές ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν οδηγείται σ' ένα [[τέλος]] ή [[αποτέλεσμα]], ανολοκλήρωτος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· [[ατελής]], σε Σοφ., Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που δεν οδηγεί σ' ένα [[τέλος]], αυτός που δεν ολοκληρώνει, πετυχαίνει τον σκοπό του, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[τέλος]] I<b>V</b>), στην Αθήνα, απαλλαγμένος από φόρους ή εισφορές, ο [[ασύδοτος]], Λατ. [[immunis]], απόλ. ή με γεν., ἀτελὴς [[τῶν]] ἄλλων, απαλλαγμένος από όλους τους άλλους φόρους, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρηματικά ποσά, αυτός που δεν έχει [[έκπτωση]], [[καθαρός]], [[σωστός]], ὀβολὸς [[ἀτελής]], [[ένας]] [[οβολός]] καθαρό [[κέρδος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ([[τέλος]] <b>V</b>), [[αμύητος]] σε μυστήρια, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτελής:''' <b class="num">1)</b> несовершившийся, несостоявшийся ([[ἐξοστρακισμός]] Plut.): οὐκ ἀ. [[γενέσθαι]] Hom. неизбежно произойти; [[εἰρήνη]] ἐγένετο ἀ. Xen. мир не был заключен; τὰ λελεγμένα ἀτελῆ τινι φυλάξασθαι Soph. забыть о том, что кем-л. сказано; ἀτελεῖ τῇ νίκῃ Thuc. не добившись победы;<br /><b class="num">2)</b> невыполненный ([[ὁμολογία]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> не доведенный до конца, незаконченный (sc. [[τείχισις]] Thuc.; [[στρατεία]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> незрелый, недоразвитый ([[καρπός]] Pind.; [[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> неполноправный ([[πολίτης]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> бесконечный (ἀ. καὶ [[ἄπειρος]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> бесцельный, бесплодный, напрасный (ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat.; ἡ [[φύσις]] οὐδὲν ἀτελὲς ποιεῖ Arst.);<br /><b class="num">8)</b> не достигнувший, не добившийся (τινος Plat.): ἀτελῆ τινα ἀποπέμψαι Plat. отослать кого-л. ни с чем;<br /><b class="num">9)</b> не умеющий, неспособный, немощный ([[νόος]] Pind.; περί τινος Arst.);<br /><b class="num">10)</b> непосвященный (ἱερῶν HH);<br /><b class="num">11)</b> свободный от обложения, свободный от повинностей ([[χώρα]] Her.; ὀρφανοί Lys.; τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Dem.);<br /><b class="num">12)</b> не отягощенный налогами, свободный от вычетов, чистый ([[ὀβολός]] Xen.; [[μνᾶ]] Xen., Dem.).
}}
}}