Anonymous

βοστρυχηδόν: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοστρυχηδόν]] (Α) [[βόστρυχος]]<br /><b>επίρρ.</b> σε βοστρύχους, [[κατά]] βοστρύχους.
|mltxt=[[βοστρυχηδόν]] (Α) [[βόστρυχος]]<br /><b>επίρρ.</b> σε βοστρύχους, [[κατά]] βοστρύχους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοστρῠχηδόν:''' ([[βόστρυχος]]), επίρρ., κατά βοστρύχους, εν είδει βοστρύχων, σε Λουκ.
}}
}}