Anonymous

γόης: Difference between revisions

From LSJ
563 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM [[γόης]], ο) [[γοώ]]<br />[[μάγος]], [[θαυματοποιός]] («[[γόης]] φιδιών», «[[μάγος]] και [[γόης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σαγηνεύει με την [[ομορφιά]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεώνας]].
|mltxt=και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM [[γόης]], ο) [[γοώ]]<br />[[μάγος]], [[θαυματοποιός]] («[[γόης]] φιδιών», «[[μάγος]] και [[γόης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σαγηνεύει με την [[ομορφιά]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεώνας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γόης:''' -ητος, ὁ ([[γοάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κραυγάζει και λόγω του ότι οι μαγικές επωδές ψάλλονταν με γοερές φωνές, αυτός που εκστομίζει μάγια, ξόρκια, ο [[μάγος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>γόησι καταείδοντες</i>, [[γοητευτικός]] ως [[μάγος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θαυματοποιός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}