3,274,816
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα [[επάνω]] στο [[άλλο]] [[χωρίς]] [[τακτοποίηση]] (α. «[[σωρός]] χώματος» β. «[[οὕτως]] ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ [[ἔπεσαν]] [[ὥστε]] εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, [[τότε]] ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[πλήθος]] (α. «[[σωρός]] εγγράφων» β. «είπε έναν σωρό ψέμματα» γ. «σωρὸν ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φυτοπαθ.)</b> προεξοχές στην [[επιδερμίδα]] τών πράσινων [[μερών]] διαφόρων [[φυτών]] που έχουν προσβληθεί από σκωριάσεις<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> καστανωπή ή κιτρινωπή [[ομάδα]] σποριαγγείων που βρίσκονται στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] τών φύλλων μιας φτέρης<br /><b>3.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μάζα]] πλουτώνιου εκρηξιγενούς πετρώματος μικρότερη από έναν βαθόλιθο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σωρό-[[κουβάρι]]» — [[πολλά]] πράγματα συγκεχυμένα, ανακατεμένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συσσωρευμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> ύψωμα, [[λόφος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρόν» — λεγόταν για να τονίσει την [[αυτάρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] της λ. [[σωρός]] (<i>tu</i><i>ō</i>-<i>ros</i>) στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[φουσκώνω]]» και η [[σύνδεση]] της με τους τ. [[σῶος]] και [[ταΰς]]. Για την πιθανή [[σχέση]] της λ. με τη λ. [[σῶμα]] <b>βλ. λ.</b> [[σώμα]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα [[επάνω]] στο [[άλλο]] [[χωρίς]] [[τακτοποίηση]] (α. «[[σωρός]] χώματος» β. «[[οὕτως]] ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ [[ἔπεσαν]] [[ὥστε]] εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, [[τότε]] ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[πλήθος]] (α. «[[σωρός]] εγγράφων» β. «είπε έναν σωρό ψέμματα» γ. «σωρὸν ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φυτοπαθ.)</b> προεξοχές στην [[επιδερμίδα]] τών πράσινων [[μερών]] διαφόρων [[φυτών]] που έχουν προσβληθεί από σκωριάσεις<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> καστανωπή ή κιτρινωπή [[ομάδα]] σποριαγγείων που βρίσκονται στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] τών φύλλων μιας φτέρης<br /><b>3.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μάζα]] πλουτώνιου εκρηξιγενούς πετρώματος μικρότερη από έναν βαθόλιθο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σωρό-[[κουβάρι]]» — [[πολλά]] πράγματα συγκεχυμένα, ανακατεμένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συσσωρευμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> ύψωμα, [[λόφος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρόν» — λεγόταν για να τονίσει την [[αυτάρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] της λ. [[σωρός]] (<i>tu</i><i>ō</i>-<i>ros</i>) στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[φουσκώνω]]» και η [[σύνδεση]] της με τους τ. [[σῶος]] και [[ταΰς]]. Για την πιθανή [[σχέση]] της λ. με τη λ. [[σῶμα]] <b>βλ. λ.</b> [[σώμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σωρός:''' ὁ ([[σορός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]], Λατ. [[acervus]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[σωρός]], [[σωρεία]], [[πληθώρα]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |