Anonymous

σωρός: Difference between revisions

From LSJ
288 bytes added ,  31 December 2018
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωρός:''' ὁ ([[σορός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]], Λατ. [[acervus]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[σωρός]], [[σωρεία]], [[πληθώρα]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σωρός:''' ὁ ([[σορός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]], Λατ. [[acervus]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[σωρός]], [[σωρεία]], [[πληθώρα]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωρός -οῦ, ὁ stapel, hoop; spec. van graan:; ἰδών τε σωρὸν μέγαν σίτου als hij de grote berg graan ziet Hdt. 1.22.1; overdr. een hoop, een heleboel:. κακῶν... ἔχοντα σωρόν met een hoop ellende Aristoph. Pl. 270.
}}
}}