Anonymous

συνθάπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[θάπτω]]<br />[[θάβω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ [[θάπτω]]<br />[[θάβω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνθάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[θάβω]] μαζί, [[βοηθώ]] στην [[ταφή]] κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινά τινι</i>, [[θάβω]] κάποιον με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}