Anonymous

συνθάπτω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[θάβω]] μαζί, [[βοηθώ]] στην [[ταφή]] κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινά τινι</i>, [[θάβω]] κάποιον με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συνθάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[θάβω]] μαζί, [[βοηθώ]] στην [[ταφή]] κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινά τινι</i>, [[θάβω]] κάποιον με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθάπτω:''' <b class="num">1)</b> хоронить вместе (τινί τινα Eur.): γνωσθέντες τῇ σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ Thuc. опознанные по форме погребенного вместе (с ними) оружия;<br /><b class="num">2)</b> участвовать в погребении, хоронить (τὸν θανόντα Soph.).
}}
}}