Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>προσεσταλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που [[είναι]] πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]], ο προσκολλημένος σε [[κάτι]] («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ [[κέρας]] προσεστείλαμεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]] («[[προσστέλλω]] τοὺς μηρούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσστέλλομαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε άλλους και, [[κυρίως]], συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι [[κάπου]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <b>μτφ.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] («[[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη και [[κοσμία]]», Πλατ.).
|mltxt=ΜΑ<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>προσεσταλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που [[είναι]] πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]], ο προσκολλημένος σε [[κάτι]] («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ [[κέρας]] προσεστείλαμεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]] («[[προσστέλλω]] τοὺς μηρούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσστέλλομαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε άλλους και, [[κυρίως]], συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι [[κάπου]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <b>μτφ.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] («[[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη και [[κοσμία]]», Πλατ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] πάνω σε, [[επιθέτω]] — Μέσ., [[μένω]] κοντά, <i>τοῖς ὀρεινοῖς</i>, λέγεται για στρατηγό, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> στον Παθ. παρακ., είμαι [[συνεσταλμένος]], σφιγμένος, <i>ἰσχίαπροσεσταλμένα</i>, συνεσταλμένα, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.
}}
}}