Anonymous

προστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br />([[ιδίως]] το παθ.) <i>προστρέφομαι</i><br /><b>1.</b> τρέφομαι επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> ανατρέφομαι («[[ἱερεύς]] τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br />([[ιδίως]] το παθ.) <i>προστρέφομαι</i><br /><b>1.</b> τρέφομαι επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> ανατρέφομαι («[[ἱερεύς]] τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[εντός]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>προσεθρέφθην</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}