Anonymous

προστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[εντός]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>προσεθρέφθην</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προστρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[εντός]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>προσεθρέφθην</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-τρέφω groot brengen.
}}
}}