Anonymous

εὐσύνετος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσύνετος]], -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύνετον</i><br />η [[ευσυνεσία]], η [[σύνεση]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευκατάληπτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυνέτως</i> (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)<br />με [[σύνεση]], συνετά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-[[ετός]]].
|mltxt=[[εὐσύνετος]], -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύνετον</i><br />η [[ευσυνεσία]], η [[σύνεση]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευκατάληπτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυνέτως</i> (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)<br />με [[σύνεση]], συνετά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-[[ετός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ.
}}
}}