Anonymous

εὐσύνετος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσύνετος:''' староатт. [[εὐξύνετος]] 2<br /><b class="num">1)</b> проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> легко понимаемый, понятный (τινι Eur.).
}}
}}