Anonymous

νίφω: Difference between revisions

From LSJ
905 bytes added ,  30 December 2018
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(σν.), inf. νῖφέμεν: [[snow]], Il. 12.280†. (V. l. νειφέμεν.)
|auten=(σν.), inf. νῖφέμεν: [[snow]], Il. 12.280†. (V. l. νειφέμεν.)
}}
{{lsm
|lsmtext='''νίφω:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἔνιψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χιονίζω]]· σε προσ. [[σύνταξη]], [[ὅτε]] [[ὤρετο]] [[Ζεὺς]] [[νιφέμεν]] (Επικ. απαρ.), όταν ο Δίας άρχισε να ρίχνει [[χιόνι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅταν]] νίφῃ ὁ [[θεός]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>χρυσῷ νίφων</i>, πέφτοντας σαν [[βροχή]] από χρυσό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>νίφει</i>, χιονίζει (πρβλ. ὕει, συσκοτάζει), σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>νιφάδος νιφομένας</i>, όταν το [[χιόνι]] πέφτει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., καλύπτομαι από [[χιόνι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}