3,274,246
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νίφω:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἔνιψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χιονίζω]]· σε προσ. [[σύνταξη]], [[ὅτε]] [[ὤρετο]] [[Ζεὺς]] [[νιφέμεν]] (Επικ. απαρ.), όταν ο Δίας άρχισε να ρίχνει [[χιόνι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅταν]] νίφῃ ὁ [[θεός]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>χρυσῷ νίφων</i>, πέφτοντας σαν [[βροχή]] από χρυσό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>νίφει</i>, χιονίζει (πρβλ. ὕει, συσκοτάζει), σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>νιφάδος νιφομένας</i>, όταν το [[χιόνι]] πέφτει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., καλύπτομαι από [[χιόνι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''νίφω:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἔνιψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χιονίζω]]· σε προσ. [[σύνταξη]], [[ὅτε]] [[ὤρετο]] [[Ζεὺς]] [[νιφέμεν]] (Επικ. απαρ.), όταν ο Δίας άρχισε να ρίχνει [[χιόνι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὅταν]] νίφῃ ὁ [[θεός]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>χρυσῷ νίφων</i>, πέφτοντας σαν [[βροχή]] από χρυσό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>νίφει</i>, χιονίζει (πρβλ. ὕει, συσκοτάζει), σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>νιφάδος νιφομένας</i>, όταν το [[χιόνι]] πέφτει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., καλύπτομαι από [[χιόνι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νίφω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> (о снеге) идти, падать: [[Ζεὺς]] νίφει Hom. или impers. νίφει Arph. снег идет;<br /><b class="num">2)</b> покрывать снегом, pass. быть застигнутым снежной бурей (οἱ δὲ νιφόμενοι ἀπῆλθον ἐς τὸ [[ἄστυ]] Xen.; νιφόμενος καὶ κακοπαθῶν Plut.): πολιῷ γήραϊ νίφεσθαι Anth. покрываться сединой. | |||
}} | }} |