Anonymous

νόσφι: Difference between revisions

From LSJ
1,787 bytes added ,  30 December 2018
5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νόσφι]] και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], νόσφιν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) (συν. στον <b>Ομ.</b> και στον <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>1.</b> (ως τοπ.) [[μακριά]], απομακρυσμένα<br /><b>2.</b> (ως τροπ.) κατ' ιδίαν, [[παράμερα]], [[κρυφά]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική [[διάθεση]]) [[μακριά]] από («[[ἠρύκακε]] μώνυχας ἵππους νόσφιν ἀπὸ Φλοίσβου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[σκέψη]]) με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά από («τοί κεν Άχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλην]], [[εκτός]] («[[οὔτε]] τις ποταμῶν ἀπέην, νόσφ' Ώκεανοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> έξω από [[κάτι]] («[[νόσφι]] πόληος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]], τη [[συνδρομή]] ή την [[καθοδήγηση]] κάποιου, αβοήθητα («νόσφιν ἡγητῶν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]] όχι τόσο πιθανή, προέρχεται από <i>νοτ</i>-<i>σ</i>-<i>φι</i> και μπορεί να συνδεθεί με [[νῶτον]], λιθουαν. <i>nu</i><i>ō</i> «[[μακριά]] από», λεττον. <i>nuo</i> «από». Η κατάλ. -<i>φι</i>- αποτελεί πιθ. κατάλ. οργανικής πτώσης, που απαντά στην Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (<b>πρβλ.</b> <i>πάμ</i>-<i>φι</i>)].
|mltxt=[[νόσφι]] και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], νόσφιν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) (συν. στον <b>Ομ.</b> και στον <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>1.</b> (ως τοπ.) [[μακριά]], απομακρυσμένα<br /><b>2.</b> (ως τροπ.) κατ' ιδίαν, [[παράμερα]], [[κρυφά]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική [[διάθεση]]) [[μακριά]] από («[[ἠρύκακε]] μώνυχας ἵππους νόσφιν ἀπὸ Φλοίσβου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[σκέψη]]) με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά από («τοί κεν Άχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλην]], [[εκτός]] («[[οὔτε]] τις ποταμῶν ἀπέην, νόσφ' Ώκεανοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> έξω από [[κάτι]] («[[νόσφι]] πόληος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]], τη [[συνδρομή]] ή την [[καθοδήγηση]] κάποιου, αβοήθητα («νόσφιν ἡγητῶν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]] όχι τόσο πιθανή, προέρχεται από <i>νοτ</i>-<i>σ</i>-<i>φι</i> και μπορεί να συνδεθεί με [[νῶτον]], λιθουαν. <i>nu</i><i>ō</i> «[[μακριά]] από», λεττον. <i>nuo</i> «από». Η κατάλ. -<i>φι</i>- αποτελεί πιθ. κατάλ. οργανικής πτώσης, που απαντά στην Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (<b>πρβλ.</b> <i>πάμ</i>-<i>φι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νόσφῐ:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] ή [[χάριν]] του μέτρου <i>-φῐν</i>, παρόλο που το <i>ι</i> μπορεί επίσης να παραλειφθεί·<br /><b class="num">I.</b> ως επίρρ. του τόπου, [[μακριά]], κατά [[μέρος]], [[χωριστά]], πέρα [[μακριά]], σε [[απόσταση]], σε Όμηρ.· [[νόσφιν]] [[ἰδών]], έχοντας κοιτάξει πέρα προς το πλάι, πλάγια, σε Ομήρ. Οδ.· [[νόσφιν]] ἀπό..., [[μακριά]] από..., σε Ομήρ. Ιλ.· [[νόσφιν]] ἤ..., όπως το <i>πλὴν ἤ..</i>., [[εκτός]] από, με την [[εξαίρεση]]..., [[πλην]]..., σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως πρόθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μακριά]] ή ξεχωριστά από..., σε [[απόσταση]] από..., σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]], εγκαταλελειμμένος ή [[αβοήθητος]] από..., σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[σκέψη]] ή [[διάθεση]]· [[νόσφιν]] Ἀχαιῶν βουλεύειν, [[μακριά]] από τους Αχαιούς, δηλ. με διαφορετικό από αυτούς τρόπο σκέψης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[νόσφι]] Δήμητρος, Λατ. [[clam]] Cerere, [[χωρίς]] τη [[γνώση]] και τη συναίνεσή της, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">4.</b> [[εκτός]] από, με την [[εξαίρεση]] του, της, [[νόσφι]] Ποσειδάωνος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νόσφ' Ὠκεανοῖο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}