Anonymous

κόραξ: Difference between revisions

From LSJ
922 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κόραξ]], -κος)<br /><b>βλ.</b> [[κόρακας]].
|mltxt=ο (ΑM [[κόραξ]], -κος)<br /><b>βλ.</b> [[κόρακας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόραξ:''' -ᾰκος, ὁ, Λατ. [[corvus]],<br /><b class="num">I.</b> [[κόρακας]], [[κοράκι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέματα, κατάρες, <i>«ἐς [[κόρακας]]»</i>, pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· <i>βάλλ' ἐς [[κόρακας]]</i>, στον ίδ.· <i>οὐκ ἐς [[κόρακας]] ἀποφθερεῖ</i>, στον ίδ.· <i>ἐς [[κόρακας]] οἰχήσεται;</i> στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε όπως το [[ράμφος]] του κορακιού, [[μηχάνημα]] για το [[γάντζωμα]] πλοίου, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[γάντζος]], αγκιστροειδές [[χερούλι]] πόρτας, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> όργανα βασανισμού, σε Λουκ.
}}
}}