3,274,917
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόραξ:''' -ᾰκος, ὁ, Λατ. [[corvus]],<br /><b class="num">I.</b> [[κόρακας]], [[κοράκι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέματα, κατάρες, <i>«ἐς [[κόρακας]]»</i>, pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· <i>βάλλ' ἐς [[κόρακας]]</i>, στον ίδ.· <i>οὐκ ἐς [[κόρακας]] ἀποφθερεῖ</i>, στον ίδ.· <i>ἐς [[κόρακας]] οἰχήσεται;</i> στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε όπως το [[ράμφος]] του κορακιού, [[μηχάνημα]] για το [[γάντζωμα]] πλοίου, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[γάντζος]], αγκιστροειδές [[χερούλι]] πόρτας, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> όργανα βασανισμού, σε Λουκ. | |lsmtext='''κόραξ:''' -ᾰκος, ὁ, Λατ. [[corvus]],<br /><b class="num">I.</b> [[κόρακας]], [[κοράκι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέματα, κατάρες, <i>«ἐς [[κόρακας]]»</i>, pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· <i>βάλλ' ἐς [[κόρακας]]</i>, στον ίδ.· <i>οὐκ ἐς [[κόρακας]] ἀποφθερεῖ</i>, στον ίδ.· <i>ἐς [[κόρακας]] οἰχήσεται;</i> στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε όπως το [[ράμφος]] του κορακιού, [[μηχάνημα]] για το [[γάντζωμα]] πλοίου, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[γάντζος]], αγκιστροειδές [[χερούλι]] πόρτας, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> όργανα βασανισμού, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κόραξ -ακος, ὁ onomat. raaf (vogel); uitdr.: ἐς κόρακας βάλλειν of ἀποφέρειν of ἐξελαύνειν de vernieling in helpen; abs.: ἐς κόρακας rot op!, val dood!; ἐς κόρακας ἔρρειν of οἴχεσθαι of ἀποφθείρεσθαι naar de hel lopen. ijzeren halsband (folterwerktuig). | |||
}} | }} |