Anonymous

ἀφοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφοπλίζω]])<br />[[αφαιρώ]] από κάποιον τα όπλα, [[ξαρματώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουδετερώνω]] τις αντιρρήσεις κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[παροπλίζω]].
|mltxt=(AM [[ἀφοπλίζω]])<br />[[αφαιρώ]] από κάποιον τα όπλα, [[ξαρματώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουδετερώνω]] τις αντιρρήσεις κάποιου<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[παροπλίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφοπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφαιρώ]] τα όπλα, <i>τινά τινος</i>, σε Λουκ.· [[αφοπλίζω]], <i>τινά</i>, σε Ανθ. — Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], [[αφαιρώ]] τον οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}