Anonymous

ἀφοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφοπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφαιρώ]] τα όπλα, <i>τινά τινος</i>, σε Λουκ.· [[αφοπλίζω]], <i>τινά</i>, σε Ανθ. — Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], [[αφαιρώ]] τον οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀφοπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφαιρώ]] τα όπλα, <i>τινά τινος</i>, σε Λουκ.· [[αφοπλίζω]], <i>τινά</i>, σε Ανθ. — Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], [[αφαιρώ]] τον οπλισμό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφοπλίζω:''' снимать оружие, лишать оружия, разоружать (τινά Diod.): ἀ. τινὰ τοῦ τόξου καὶ τῶν βελών Luc. лишить кого-л. лука и стрел; ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]] Hom. снимать с себя оружие.
}}
}}