3,274,916
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποθραύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[τσακίζω]] ([[συνήθως]] [[κάτι]] που προεξέχει)<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — [[χάνω]] την [[υπόληψη]] μου. | |mltxt=[[ἀποθραύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[τσακίζω]] ([[συνήθως]] [[κάτι]] που προεξέχει)<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — [[χάνω]] την [[υπόληψη]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] και [[αποκόπτω]] το [[τμήμα]] που εξέχει από [[κάτι]] — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., <i>ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</i>, [[εκπίπτω]] από τη [[θέση]] που [[κατέχω]], χάνω την [[καλή]] μου [[φήμη]], την υπόληψή μου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |