Anonymous

ἀποθραύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποθραύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[τσακίζω]] ([[συνήθως]] [[κάτι]] που προεξέχει)<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — [[χάνω]] την [[υπόληψη]] μου.
|mltxt=[[ἀποθραύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[τσακίζω]] ([[συνήθως]] [[κάτι]] που προεξέχει)<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — [[χάνω]] την [[υπόληψη]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] και [[αποκόπτω]] το [[τμήμα]] που εξέχει από [[κάτι]] — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., <i>ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</i>, [[εκπίπτω]] από τη [[θέση]] που [[κατέχω]], χάνω την [[καλή]] μου [[φήμη]], την υπόληψή μου, σε Αριστοφ.
}}
}}