Anonymous

εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐστροφάλιγξ]], -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />με ωραίους βοστρύχους, [[σγουρός]] («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στροφάλιγξ]] «[[καμπυλότητα]]»].
|mltxt=[[εὐστροφάλιγξ]], -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />με ωραίους βοστρύχους, [[σγουρός]] («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στροφάλιγξ]] «[[καμπυλότητα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
}}
}}