Anonymous

ἐμπλήμενος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_14)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}