Anonymous

ἐνήλατον: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνήλατον]], το (Α) [[ενελαύνω]]<br /><b>1.</b> αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται<br /><b>2.</b> μακρύ [[ξύλο]], [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐνήλατα</i><br />τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές της ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων [[βάθρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέρος]] [[νεώς]]»<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνήλατον]] [[ξύλον]]» ή [[ἐνήλατον]]<br />καθένα από τα [[τέσσερα]] δοκάρια που σχηματίζουν τον πλευρικό [[σκελετό]] του κρεβατιού ή και ο [[ίδιος]] ο [[σκελετός]] του κρεβατιού («ἀξόνων ἐνήλατα» — τα ξύλα που ξεκινώντας από τον άξονα μπήγονται στη [[στεφάνη]] του τροχού ακτινωτά για στηρίγματα).
|mltxt=[[ἐνήλατον]], το (Α) [[ενελαύνω]]<br /><b>1.</b> αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται<br /><b>2.</b> μακρύ [[ξύλο]], [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐνήλατα</i><br />τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές της ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων [[βάθρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέρος]] [[νεώς]]»<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνήλατον]] [[ξύλον]]» ή [[ἐνήλατον]]<br />καθένα από τα [[τέσσερα]] δοκάρια που σχηματίζουν τον πλευρικό [[σκελετό]] του κρεβατιού ή και ο [[ίδιος]] ο [[σκελετός]] του κρεβατιού («ἀξόνων ἐνήλατα» — τα ξύλα που ξεκινώντας από τον άξονα μπήγονται στη [[στεφάνη]] του τροχού ακτινωτά για στηρίγματα).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνήλᾰτον:''' τό ([[ἐνελαύνω]]), οτιδήποτε καρφώνεται, μπήγεται μέσα σε [[κάτι]]· ως ουσ., <i>ἐνήλατα</i> (ενν. <i>ξύλα</i>), <i>τά</i>, τα ξύλα των σκαλοπατιών της σκάλας που είναι τοποθετημένα στο πλάι, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀξόνων ἐνήλατα</i>, οι σιδερένιες σφήνες, οι σιδερένιοι πάσσαλοι που είναι μπηγμένοι στον άξονα της ρόδας, ο [[πείρος]] του τροχού, στον ίδ.
}}
}}