3,274,447
edits
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δασπλῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ [[δασπλῆτις]] Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη, [[τότε]] το β' συνθετικό -[[πλητίς]] συνδέεται μορφολογικά με τα [[πλησίον]], <i>άπλητος</i> «[[απροσπέλαστος]]», <i>πλάτις</i> «[[πελάτις]], [[σύζυγος]]», [[αλλά]] όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε [[είτε]] ότι συνδέεται με το [[δασύς]] [[είτε]] ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δάπεδον]]) της ρίζας <i>dem</i>- «[[χτίζω]]». Κατ' άλλους το [[δασπλήτις]] έχει [[σχέση]] με τα «<i>σφαλάσσειν</i><br />τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>) και [[σπολάς]], ενώ το <i>δα</i>- του τ. [[είναι]] επιτατικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαφοινός]]). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι [[δασπλήτις]] προέρχεται από <i>δατσπλήτις</i>, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή [[βαθμίδα]] του θ. <i>οδοντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδούς]]) [[χωρίς]] το αρχικό [[φωνήεν]]]. | |mltxt=[[δασπλῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ [[δασπλῆτις]] Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη, [[τότε]] το β' συνθετικό -[[πλητίς]] συνδέεται μορφολογικά με τα [[πλησίον]], <i>άπλητος</i> «[[απροσπέλαστος]]», <i>πλάτις</i> «[[πελάτις]], [[σύζυγος]]», [[αλλά]] όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε [[είτε]] ότι συνδέεται με το [[δασύς]] [[είτε]] ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δάπεδον]]) της ρίζας <i>dem</i>- «[[χτίζω]]». Κατ' άλλους το [[δασπλήτις]] έχει [[σχέση]] με τα «<i>σφαλάσσειν</i><br />τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>) και [[σπολάς]], ενώ το <i>δα</i>- του τ. [[είναι]] επιτατικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαφοινός]]). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι [[δασπλήτις]] προέρχεται από <i>δατσπλήτις</i>, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή [[βαθμίδα]] του θ. <i>οδοντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδούς]]) [[χωρίς]] το αρχικό [[φωνήεν]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δασπλῆτις:''' ἡ, τρομερή, φρικτή, φοβερή· [[Ἐρινύς]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για την Εκάτη, σε Θεόκρ.· ομοίως επίσης, [[δασπλής]], <i>-ῆτος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, σε Σίμωνα (πιθ. από το <i>δα</i>, [[πλήσσω]], με παρείσφρυση του <i>σ</i>). | |||
}} | }} |