Anonymous

διάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διάκειμαι]])<br />(για πρόσωπα και με επιρρ. που εκφράζουν ψυχική [[διάθεση]]) βρίσκομαι σ' αυτήν ή την [[άλλη]] [[κατάσταση]], [[είμαι]] διατεθειμένος («[[διάκειμαι]] ευνοϊκά», «[[διάκειμαι]] εχθρικά»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για κτήρια ή κτήματα) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]], [[είμαι]] τοποθετημένος [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] διατεταγμένος ή τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακείμενα</i><br />α) οι συμφωνίες<br />β) οι καθορισμένοι όροι.
|mltxt=(AM [[διάκειμαι]])<br />(για πρόσωπα και με επιρρ. που εκφράζουν ψυχική [[διάθεση]]) βρίσκομαι σ' αυτήν ή την [[άλλη]] [[κατάσταση]], [[είμαι]] διατεθειμένος («[[διάκειμαι]] ευνοϊκά», «[[διάκειμαι]] εχθρικά»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για κτήρια ή κτήματα) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]], [[είμαι]] τοποθετημένος [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] διατεταγμένος ή τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακείμενα</i><br />α) οι συμφωνίες<br />β) οι καθορισμένοι όροι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάκειμαι:''' απαρ. <i>-κεῖσθαι</i>, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, χρησιμ. ως Παθ. του [[διατίθημι]]·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική [[κατάσταση]], είμαι προδιατεθειμένος ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την [[άλλη]] [[κατάσταση]], [[μεταπίπτω]] απ' την [[μία]] [[κατάσταση]] σε [[μία]] [[άλλη]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[συχνά]] όπως το [[ἔχω]], με ένα επίρρ., <i>ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου</i>, πως έχω επηρεαστεί από την [[ασθένεια]], σε Θουκ.· [[κακῶς]], [[μοχθηρῶς]], [[φαύλως]] δ., βρίσκομαι σε δυσχερή [[θέση]], σε άσχημη [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] δ. τινι, είμαι διακείμενος θετικά ή αρνητικά [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Ρήτ.· [[ἐπιφθόνως]] δ. τινι, φθονούμαι από κάποιον· [[ὑπόπτως]] τινὶ δ., θεωρούμαι ύποπτος από κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι κανονισμένος, διευθετημένος, είμαι τοποθετημένος, καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος, τακτοποιημένος, ταξινομημένος· <i>ὥς οἱ διέκειτο</i>, έτσι ήταν διατεταγμένο σε αυτόν, σε Ησίοδ.· <i>τὰ διακείμενα</i>, συγκεκριμένες συνθήκες, προκαθορισμένοι όροι, συμφωνίες, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[δώρο]], [[ἄμεινον]] διακείσεται, θα διατεθεί καλύτερα, σε Ξεν.
}}
}}