Anonymous

διάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάκειμαι:''' απαρ. <i>-κεῖσθαι</i>, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, χρησιμ. ως Παθ. του [[διατίθημι]]·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική [[κατάσταση]], είμαι προδιατεθειμένος ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την [[άλλη]] [[κατάσταση]], [[μεταπίπτω]] απ' την [[μία]] [[κατάσταση]] σε [[μία]] [[άλλη]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[συχνά]] όπως το [[ἔχω]], με ένα επίρρ., <i>ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου</i>, πως έχω επηρεαστεί από την [[ασθένεια]], σε Θουκ.· [[κακῶς]], [[μοχθηρῶς]], [[φαύλως]] δ., βρίσκομαι σε δυσχερή [[θέση]], σε άσχημη [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] δ. τινι, είμαι διακείμενος θετικά ή αρνητικά [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Ρήτ.· [[ἐπιφθόνως]] δ. τινι, φθονούμαι από κάποιον· [[ὑπόπτως]] τινὶ δ., θεωρούμαι ύποπτος από κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι κανονισμένος, διευθετημένος, είμαι τοποθετημένος, καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος, τακτοποιημένος, ταξινομημένος· <i>ὥς οἱ διέκειτο</i>, έτσι ήταν διατεταγμένο σε αυτόν, σε Ησίοδ.· <i>τὰ διακείμενα</i>, συγκεκριμένες συνθήκες, προκαθορισμένοι όροι, συμφωνίες, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[δώρο]], [[ἄμεινον]] διακείσεται, θα διατεθεί καλύτερα, σε Ξεν.
|lsmtext='''διάκειμαι:''' απαρ. <i>-κεῖσθαι</i>, μέλ. <i>-κείσομαι</i>, χρησιμ. ως Παθ. του [[διατίθημι]]·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική [[κατάσταση]], είμαι προδιατεθειμένος ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την [[άλλη]] [[κατάσταση]], [[μεταπίπτω]] απ' την [[μία]] [[κατάσταση]] σε [[μία]] [[άλλη]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[συχνά]] όπως το [[ἔχω]], με ένα επίρρ., <i>ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου</i>, πως έχω επηρεαστεί από την [[ασθένεια]], σε Θουκ.· [[κακῶς]], [[μοχθηρῶς]], [[φαύλως]] δ., βρίσκομαι σε δυσχερή [[θέση]], σε άσχημη [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] δ. τινι, είμαι διακείμενος θετικά ή αρνητικά [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Ρήτ.· [[ἐπιφθόνως]] δ. τινι, φθονούμαι από κάποιον· [[ὑπόπτως]] τινὶ δ., θεωρούμαι ύποπτος από κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι κανονισμένος, διευθετημένος, είμαι τοποθετημένος, καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος, τακτοποιημένος, ταξινομημένος· <i>ὥς οἱ διέκειτο</i>, έτσι ήταν διατεταγμένο σε αυτόν, σε Ησίοδ.· <i>τὰ διακείμενα</i>, συγκεκριμένες συνθήκες, προκαθορισμένοι όροι, συμφωνίες, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[δώρο]], [[ἄμεινον]] διακείσεται, θα διατεθεί καλύτερα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διάκειμαι:''' <b class="num">1)</b> находиться в (каком-л.) положении или состоянии ([[σῶμα]] [[μοχθηρῶς]] διακείμενον Plat.; εὖ ἢ [[κακῶς]] Arst.; [[κακῶς]] ὑπὸ τραυμάτων διακείμενος Plut.): ὁρᾶτε ὡς διακεῖμαι ὑπὸ τῆς νόσου Thuc. вы видите, в каком я состоянии из-за болезни; [[οὔπω]] διακέοιντο οἱ Λακεδαιμόνιοι [[ὥσπερ]] τοὺς Ἀθηναίους διέθεσαν Xen. (они думали, что) лакедемоняне еще не находятся в таком положении, в какое они (сами некогда) поставили афинян; [[ἄμεινον]] [[ὑμῖν]] διακείσεται Xen. (так) для вас будет лучше;<br /><b class="num">2)</b> быть расположенным или настроенным (εὖ τινι Isae.; [[χαλεπῶς]] πρός τινα Plat.; [[εὐθαρσῶς]] πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.): [[ἐπιφθόνως]] δ. τινι Thuc. внушать кому-л. чувство зависти; [[ὑπόπτως]] δ. τινι Thuc. возбуждать в ком-л. подозрение; [[φιλικῶς]] или [[οἰκείως]] δ. τινι Xen. иметь в ком-л. друга; [[φιλικῶς]] δ. πρός τινα Arst. дружелюбно относиться к кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> быть установленным (ὥς οἱ διέκειτο Hes.): ἐπὶ διακειμένοισι Her. на (заранее) определенных условиях.
}}
}}