Anonymous

ἐρείψιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρείψιμος]], -ον (Α) [[έρειψη]]<br />γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]]», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐρείψιμος]], -ον (Α) [[έρειψη]]<br />γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείψιμος:''' -ον ([[ἐρείπω]]), αυτός που ρίχνεται [[κάτω]], γκρεμισμένος, που [[σπάζει]] σε κομμάτια, σε Ευρ.
}}
}}