Anonymous

ἐρείψιμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείψιμος:''' -ον ([[ἐρείπω]]), αυτός που ρίχνεται [[κάτω]], γκρεμισμένος, που [[σπάζει]] σε κομμάτια, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐρείψιμος:''' -ον ([[ἐρείπω]]), αυτός που ρίχνεται [[κάτω]], γκρεμισμένος, που [[σπάζει]] σε κομμάτια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρείψῑμος:''' развалившийся, рухнувший ([[στέγος]] Eur.).
}}
}}