Anonymous

ἐπικρατής: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικρατής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> «[[επικρατής]] [[χαρακτήρας]]» — [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]] που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο [[γονίδιο]] και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο [[γονίδιο]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(στον συγκριτ.) <i>επικρατέστερος</i><br />ισχυρότερος, [[υπέρτερος]], συνηθέστερος («η επικρατέστερη [[άποψη]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για χειμώνα) [[βαρύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει<br /><b>2.</b> «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με [[επιτυχία]], με [[υπεροχή]], με [[επικράτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικρατέως</i><br /><b>αρχ.</b><br />με [[ορμή]], [[δυνατά]], ισχυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]])].
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικρατής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> «[[επικρατής]] [[χαρακτήρας]]» — [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]] που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο [[γονίδιο]] και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο [[γονίδιο]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(στον συγκριτ.) <i>επικρατέστερος</i><br />ισχυρότερος, [[υπέρτερος]], συνηθέστερος («η επικρατέστερη [[άποψη]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για χειμώνα) [[βαρύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει<br /><b>2.</b> «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με [[επιτυχία]], με [[υπεροχή]], με [[επικράτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικρατέως</i><br /><b>αρχ.</b><br />με [[ορμή]], [[δυνατά]], ισχυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που επικρατεί, [[κύριος]] πράγματος· μόνο στον συγκρ., <i>ἐπικρατέτερος</i>, [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], σε Θουκ.· επίρρ., [[ἐπικρατέως]], με ακαταμάχητη [[δύναμη]], [[παράφορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}