3,277,218
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που επικρατεί, [[κύριος]] πράγματος· μόνο στον συγκρ., <i>ἐπικρατέτερος</i>, [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], σε Θουκ.· επίρρ., [[ἐπικρατέως]], με ακαταμάχητη [[δύναμη]], [[παράφορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''ἐπικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που επικρατεί, [[κύριος]] πράγματος· μόνο στον συγκρ., <i>ἐπικρατέτερος</i>, [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], σε Θουκ.· επίρρ., [[ἐπικρατέως]], με ακαταμάχητη [[δύναμη]], [[παράφορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικρᾰτής:''' (только compar.) сильный, мощный, победоносный: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. победоносно. | |||
}} | }} |