Anonymous

μασχαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μασχᾰλίζω:''' ([[μασχάλη]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]· [[ακρωτηριάζω]] ένα [[πτώμα]], [[αφού]] οι δολοφόνοι είχαν την [[προκατάληψη]] ότι με το να κόβουν τις παλάμες και τα πέλματα από τα πτώματα, και να τα τοποθετούν [[κάτω]] από τις μασχάλες τους θα απέτρεπαν την [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''μασχᾰλίζω:''' ([[μασχάλη]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]· [[ακρωτηριάζω]] ένα [[πτώμα]], [[αφού]] οι δολοφόνοι είχαν την [[προκατάληψη]] ότι με το να κόβουν τις παλάμες και τα πέλματα από τα πτώματα, και να τα τοποθετούν [[κάτω]] από τις μασχάλες τους θα απέτρεπαν την [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μασχᾰλίζω:''' привязывать к подмышкам убитого врага отрубленные у него руки и ноги (что считалось способом спастись от мести со стороны души убитого), т. е. изувечивать Aesch., Soph.
}}
}}