Anonymous

ἐκδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδιδάσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διδάσκω]] [[λεπτομερώς]]<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]] κάποιον να συμπεριφέρεται [[έτσι]] ή [[αλλιώς]].
|mltxt=[[ἐκδιδάσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διδάσκω]] [[λεπτομερώς]]<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]] κάποιον να συμπεριφέρεται [[έτσι]] ή [[αλλιώς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιδάσκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διδάσκω]] πλήρως, Λατ. edocere, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐκδ. τινά τι</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[βάζω]] κάποιον [[άλλο]] να διδαχθεί, λέγεται για τους γονείς, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., <i>αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται</i>, διδάσκεται επαίσχυντα, αδιάντροπα, άτιμα πράγματα, σε Σοφ.· ἐκδιδαχθεὶς [[τῶν]] κατ' οἶκον, αυτός που έχει μάθει πράγματα από το [[σπίτι]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] κάποιον στο να είναι έτσι ή [[αλλιώς]], στον ίδ.· με το απαρ., παραλείπεται, <i>γενναῖόν τινα ἐκδ</i>., σε Αριστοφ.
}}
}}