Anonymous

ἐκδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιδάσκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διδάσκω]] πλήρως, Λατ. edocere, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐκδ. τινά τι</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[βάζω]] κάποιον [[άλλο]] να διδαχθεί, λέγεται για τους γονείς, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., <i>αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται</i>, διδάσκεται επαίσχυντα, αδιάντροπα, άτιμα πράγματα, σε Σοφ.· ἐκδιδαχθεὶς [[τῶν]] κατ' οἶκον, αυτός που έχει μάθει πράγματα από το [[σπίτι]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] κάποιον στο να είναι έτσι ή [[αλλιώς]], στον ίδ.· με το απαρ., παραλείπεται, <i>γενναῖόν τινα ἐκδ</i>., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκδιδάσκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διδάσκω]] πλήρως, Λατ. edocere, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐκδ. τινά τι</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[βάζω]] κάποιον [[άλλο]] να διδαχθεί, λέγεται για τους γονείς, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., <i>αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται</i>, διδάσκεται επαίσχυντα, αδιάντροπα, άτιμα πράγματα, σε Σοφ.· ἐκδιδαχθεὶς [[τῶν]] κατ' οἶκον, αυτός που έχει μάθει πράγματα από το [[σπίτι]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] κάποιον στο να είναι έτσι ή [[αλλιώς]], στον ίδ.· με το απαρ., παραλείπεται, <i>γενναῖόν τινα ἐκδ</i>., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδῐδάσκω:''' <b class="num">1)</b> обучать, выучивать (τινά τι Soph., Theocr. и τινὰ ποιεῖν τι Soph.): ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων [[χρόνος]] погов. Aesch. долгое (досл. стареющее) время учит всему; ἐ. τινά τινα Arph., med. Eur. воспитать кого-л. каким-л.; αἰσχροῖς αἰσχρὰ πράγματα ἐκδιδάσκεται Soph. на дурных примерах учишься (лишь) дурному;<br /><b class="num">2)</b> сообщать: ἐκδιδαχθείς τινος Soph. узнав от кого-л.; οἱ ἄγγελοι ἔλεγον ἐκδιδάσκοντες, ὡς … Her. вестники передали сообщение, что …; μὴ μ᾽ ἐκδίδασκε Soph. не убеждай меня.
}}
}}