Anonymous

διαρρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαρρέω]])<br /><b>1.</b> ρέω [[κατά]] [[μήκος]] ή διά μέσου<br /><b>2.</b> (για δοχεία, σκεύη <b>κ.λπ.</b>) δεν έχω [[στεγανότητα]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>4.</b> [[ξεγλιστρώ]], [[διαφεύγω]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φήμη]]) α) θεωρούμαι [[αβάσιμος]]<br />β) διαδίδομαι<br /><b>2.</b> [[χάσκω]], [[χαίνω]].
|mltxt=(AM [[διαρρέω]])<br /><b>1.</b> ρέω [[κατά]] [[μήκος]] ή διά μέσου<br /><b>2.</b> (για δοχεία, σκεύη <b>κ.λπ.</b>) δεν έχω [[στεγανότητα]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>4.</b> [[ξεγλιστρώ]], [[διαφεύγω]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φήμη]]) α) θεωρούμαι [[αβάσιμος]]<br />β) διαδίδομαι<br /><b>2.</b> [[χάσκω]], [[χαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.
}}
}}